προφθιμενος

προφθιμενος
    προφθίμενος
    προ-φθίμενος
    3
    (ῐ) ранее умерший
    

(ἀδελφός Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προφθιμενος" в других словарях:

  • προφθίμενος — ένη, ον, Α αυτός που έχει πεθάνει πριν από αρκετόν καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φθίμενος (< φθίω «καταστρέφομαι, πεθαίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • προφθίμενον — προφθίμενος dead masc acc sg προφθίμενος dead neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφθιμένου — προφθίμενος dead masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»